- Πόλιες
- Πόλιςcityfem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόλιες — πόλις city fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) πόλις city fem nom pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Prosopitis — (Nr.4), in der Spätzeit mit Saites (Nr.5) zusammengelegt Prosopitis, griechisch Προσοπῖτις (Femininum), war im antiken Ägypten eine Insel im westlichen Nildelta zwischen der saitischen (Σαϊτικὸν στόμα) und sebennytischen Ni … Deutsch Wikipedia
καλλίπλουτος — καλλίπλουτος, ον (Α) αυτός που έχει πολλά πλούτη «καλλίπλουτοι πόλιες», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πλουτος (< πλούτος), πρβλ. βαθύ πλουτος, πάμ πλουτος] … Dictionary of Greek
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
υψίβατος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.) 2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔ βατος] … Dictionary of Greek